- εκχυδάϊση
- [-ις (-εως)] η , εκχυδάϊσμός ο вульгаризация, опошление
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
εκχυδάιση — η η πράξη και το αποτέλεσμα τού εκχυδαΐζω* … Dictionary of Greek
εκχυδάιση — η ο εκχυδαϊσμός (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εκχυδαϊσμός — ο η εκχυδάιση … Dictionary of Greek